ἀμισθίᾳ

ἀμισθίᾳ
ἀμισθίᾱͅ , ἀμισθία
non-receipt of pay
fem dat sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμισθία — η (Α ἀμισθία) [ἄμισθος] το να μην παίρνει κανείς μισθό, η έλλειψη μισθού …   Dictionary of Greek

  • ἀμισθίαν — ἀμισθίᾱν , ἀμισθία non receipt of pay fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμισθος — η, ο (Α ἄμισθος, ον) 1. ο δίχως μισθό ή πληρωμή 2. αυτός που δεν πληρώνεται, που δεν παίρνει μισθό αρχ. αυτός που δεν πληρώνει αμοιβή, που παίρνει κάτι δωρεάν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μισθός. ΠΑΡ. αμισθί, αμισθία μσν. ἀμισθίας] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”